6/8/08

Πάμε να παίξουμε!!!!

Λέω σήμερα ν’ αφήσω το μυαλό να περιπλανηθεί σε … παρελθόντες χρόνους.
Παιδάκι ήμουν κι έτρεχα ξυπόλυτος παίζοντας στην αλάνα της γειτονιάς. Φωνή κι αντάρα στο παιχνίδι μα η ψυχή μου ήρεμη και λεύτερη. Καθάριζα τα ματωμένα γόνατα με σάλιο για να μην τα δει η μάνα μου και μου βάλει τις φωνές. Μουσκίδι στον ιδρώτα και οι πατούσες να πονάνε από την ξυπολυσιά μα το χαμόγελο ήταν μόνιμο στη φάτσα μου. Ποτέ δεν ανησύχησα για το τι ρούχα θα φορέσω, δεν τα χρειαζόμουν έτσι κι αλλιώς. Το φαΐ ήταν ψωμί, λάδι, τυρί και ντομάτα όλα στα χέρια για να μην μου λείψει χρόνος από το τρεχαλητό
Σήμερα έχουμε το τρεχαλητό για να προλάβουμε (τι άραγε;)… μας στενεύουν και τα παπούτσια ρε γαμώτο … εξαφανίστηκαν οι αλάνες και κινδυνεύουμε αν ξεχαστούμε να μας πατήσουν τ’ αυτοκίνητα … στα ματωμένα γόνατα βάζουμε makeup …. το φαΐ πάλι στο πόδι μόνο που η ντομάτα έχει μυρωδιά και γεύση από πράσινο σαπούνι, το τυρί είναι 2% και το λάδι έχει ορυκτέλαιο … και η μάνα μας βάζει τις φωνές με σημειώματα κολλημένα στο ψυγείο.
Τι μαλακία έκανα και μεγάλωσα τελικά …

buzz it!

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Την ίδια μαλακία έκανα και εγώ.

tzonakos είπε...

Κι εγω ρε σεις την έκανα τη μαλακία και το κατάλαβα αργά.

Τουλάχιστον ακόμα ψάχνω κι ευτυχώς βρίσκω, αλάνες και μέρη ανέγγιχτα.
Και σκουντουφλάω καμμια φορά σε βραχάκια που ανακαλύπτω και πάω για μπάνιο χωρίς ρούχα καιθυμάμαι τα παιδικά χρόνια με τις γρατσουνιες καθε τόσο.
Χαμογελάω όμως ...

GrBase είπε...

Όλοι εμείς οι «μεγαλωμένοι» τελικά σε τι χρησιμεύουμε;

@tzonakos
Χαμογελάτε !! κάνει τους άλλους ν’ ανησυχούν ...

koutsoubilla-man είπε...

Συμφωνώ κι ας είμαι 20άρης.
Όμως σε μια εποχή που το παιδί κάνει φροντιστήριο από το δημοτικό χωρίς να μάθει να σκέφτεται, σε μια εποχή που όταν γράψεις κάτω από την βάση σε ένα διαγώνισμα όταν πας γυμνάσιο γίνεσαι EMO γιατί 'η ζωή είναι χάλια', σε μια εποχή που μπάλα μπορείς να παίξεις μόνο στα 5Χ5 γιατί μόνο εκεί έχει χλωοτάπητα ,ψάχνεις να δείς παιδιά να παίζουν στις αλάνες?
Τις προάλλες όταν έφευγα για δουλειά περνούσα συστηματικά από μια γειτονιά στον Πειραιά ,την Σταματίου Κλεάνθους. Είναι η γειτονιά που το '60 μεγάλωσε ο πατέρας μου παίζοντας μέρα νύχτα μπάλα.Εκεί λοιπόν είδα παιδάκια (κατα πλειοψηφία ξένα) να παίζουν έξω,τους γονείς τους να κάθονται στα σκαλάκια και να χαβαλεδιάζουν -πράγματα που δεν τα βλέπεις σε Έλληνα της Αθήνας πια.
Ας μιμηθούμε το παράδειγμά τους.

Ανώνυμος είπε...

Apo mail tou patera mou:

H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί
όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή. Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί. Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε
ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένα από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες. Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια.
Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαιδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να μάς βρει. Τότε δεν
υπήρχαν κινητά. Σπάγαμε τα κόκκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους» Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου.
Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλος και μάθαμε να το ξεπερνάμε.
Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο. Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το
αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι.
Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια,
βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε
φίλους. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα... μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας.
Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα. Χάσαμε χιλιάδες μπάλλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν. Θεέ μου!
Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε;


Koutsoubillaman